-
1 ἀποτελευτάω
ἀποτελευτ-άω, intr.,A end,ἐς τεταρταίους Hp.
Aër.10, cf. Alex.Aphr. Pr.2.57; εἰς ἀνίας, εἰς ἡδονάς, Pl.Prt. 353e, 354b; at last,Id.
Plt. 310e;εἰς τοὐναντίον καὶ τὸ ἄμεινον Arist.Metaph. 983a18
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτελευτάω
-
2 ἀπο-τελευτάω
ἀπο-τελευτάω, endigen, aufhören, εἰς ἡδονὰς ἀποτελευτᾷ Plat. Prot. 354 b; Arist. Pol. 5, 6 ὀλιγαρχία εἰς δῆμον ἀπετελεύτησεν, wurde endlich eine Demokratie; Sp. auch act., zu Ende bringen.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий